- λαρύγγιζε
- λαρυγγίζωshout lustilypres imperat act 2nd sgλαρυγγίζωshout lustilyimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαρυγγίζεν — λαρυγγίζε̄ν , λαρυγγίζω shout lustily pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρυγγίζω — αμτβ., βγάζω φωνή λαρυγγική, μιλώ ή τραγουδώ με το λάρυγγα: Δεν καταλάβαινα τι έλεγε γιατί λαρύγγιζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)